Ετυμολογία

επεξεργασία
τούμπαλιν < αρχαία ελληνική τοὔμπαλιν < τό + ἔμπαλιν (μετά από κράση)

  Επίρρημα

επεξεργασία

τούμπαλιν

από τον Άννα στον Καϊάφα ... και τούμπαλιν!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία