σωρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σωρεύω
Ρήμα
επεξεργασίασωρεύομαι
- μαζεύομαι, συσσωρεύομαι, συγκεντρώνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σωρεύομαι | σωρευόμουν(α) | θα σωρεύομαι | να σωρεύομαι | ||
β' ενικ. | σωρεύεσαι | σωρευόσουν(α) | θα σωρεύεσαι | να σωρεύεσαι | σωρεύου | |
γ' ενικ. | σωρεύεται | σωρευόταν(ε) | θα σωρεύεται | να σωρεύεται | ||
α' πληθ. | σωρευόμαστε | σωρευόμαστε σωρευόμασταν |
θα σωρευόμαστε | να σωρευόμαστε | ||
β' πληθ. | σωρεύεστε | σωρευόσαστε σωρευόσασταν |
θα σωρεύεστε | να σωρεύεστε | σωρεύεστε | |
γ' πληθ. | σωρεύονται | σωρεύονταν σωρευόντουσαν |
θα σωρεύονται | να σωρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σωρεύθηκα | θα σωρευθώ | να σωρευθώ | σωρευθεί | ||
β' ενικ. | σωρεύθηκες | θα σωρευθείς | να σωρευθείς | σωρεύσου | ||
γ' ενικ. | σωρεύθηκε | θα σωρευθεί | να σωρευθεί | |||
α' πληθ. | σωρευθήκαμε | θα σωρευθούμε | να σωρευθούμε | |||
β' πληθ. | σωρευθήκατε | θα σωρευθείτε | να σωρευθείτε | σωρευθείτε | ||
γ' πληθ. | σωρεύθηκαν σωρευθήκαν(ε) |
θα σωρευθούν(ε) | να σωρευθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σωρευθεί | είχα σωρευθεί | θα έχω σωρευθεί | να έχω σωρευθεί | σωρευμένος | |
β' ενικ. | έχεις σωρευθεί | είχες σωρευθεί | θα έχεις σωρευθεί | να έχεις σωρευθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σωρευθεί | είχε σωρευθεί | θα έχει σωρευθεί | να έχει σωρευθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σωρευθεί | είχαμε σωρευθεί | θα έχουμε σωρευθεί | να έχουμε σωρευθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σωρευθεί | είχατε σωρευθεί | θα έχετε σωρευθεί | να έχετε σωρευθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σωρευθεί | είχαν σωρευθεί | θα έχουν σωρευθεί | να έχουν σωρευθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωρεύομαι