Ετυμολογία

επεξεργασία
σχοινομετρώ < μεσαιωνική ελληνική σχοινομετρέω[1] < ελληνιστική κοινή σχοινομέτρης[2] < αρχαία ελληνική σχοῖνος + μέτρον

σχοινομετρώ

  1. (σπάνιο, παρωχημένο) μετρώ χρησιμοποιώντας σχοινί
  2. (κατ’ επέκταση, σπάνιο, παρωχημένο) ευθυγραμμίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σχοινομετρέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σχοινομέτρης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.