Ετυμολογία

επεξεργασία
σφεντόνισμα < σφεντονίζω + -μα < ελληνιστική κοινή σφενδονίζω < αρχαία ελληνική σφενδόνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφεντόνισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία