σφεντόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφεντόνισμα < σφεντονίζω + -μα < ελληνιστική κοινή σφενδονίζω < αρχαία ελληνική σφενδόνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφεντόνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σφεντονίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σφεντονίζω και σφεντόνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σφεντόνισμω | σφέντονισμα | θα σφεντόνισμω | να σφεντόνισμω | σφεντόνισμοντας | |
β' ενικ. | σφεντόνισμεις | σφέντονισμες | θα σφεντόνισμεις | να σφεντόνισμεις | σφέντονισμε | |
γ' ενικ. | σφεντόνισμει | σφέντονισμε | θα σφεντόνισμει | να σφεντόνισμει | ||
α' πληθ. | σφεντόνισμουμε | σφεντόνισμαμε | θα σφεντόνισμουμε | να σφεντόνισμουμε | ||
β' πληθ. | σφεντόνισμετε | σφεντόνισματε | θα σφεντόνισμετε | να σφεντόνισμετε | σφεντόνισμετε | |
γ' πληθ. | σφεντόνισμουν(ε) | σφέντονισμαν σφεντόνισμαν(ε) |
θα σφεντόνισμουν(ε) | να σφεντόνισμουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σφέντονισσα | θα σφεντόνισσω | να σφεντόνισσω | σφεντόνισσει | ||
β' ενικ. | σφέντονισσες | θα σφεντόνισσεις | να σφεντόνισσεις | σφέντονισσε | ||
γ' ενικ. | σφέντονισσε | θα σφεντόνισσει | να σφεντόνισσει | |||
α' πληθ. | σφεντόνισσαμε | θα σφεντόνισσουμε | να σφεντόνισσουμε | |||
β' πληθ. | σφεντόνισσατε | θα σφεντόνισσετε | να σφεντόνισσετε | σφεντόνισστε | ||
γ' πληθ. | σφέντονισσαν σφεντόνισσαν(ε) |
θα σφεντόνισσουν(ε) | να σφεντόνισσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σφεντόνισσει | είχα σφεντόνισσει | θα έχω σφεντόνισσει | να έχω σφεντόνισσει | ||
β' ενικ. | έχεις σφεντόνισσει | είχες σφεντόνισσει | θα έχεις σφεντόνισσει | να έχεις σφεντόνισσει | ||
γ' ενικ. | έχει σφεντόνισσει | είχε σφεντόνισσει | θα έχει σφεντόνισσει | να έχει σφεντόνισσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σφεντόνισσει | είχαμε σφεντόνισσει | θα έχουμε σφεντόνισσει | να έχουμε σφεντόνισσει | ||
β' πληθ. | έχετε σφεντόνισσει | είχατε σφεντόνισσει | θα έχετε σφεντόνισσει | να έχετε σφεντόνισσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σφεντόνισσει | είχαν σφεντόνισσει | θα έχουν σφεντόνισσει | να έχουν σφεντόνισσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφεντόνισμα
|
Πηγές
επεξεργασία- σφεντόνισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σφεντόνισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)