συνδικάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνδικάζω
- (αρχαιοπρεπές) δικάζω μαζί με άλλον δικαστή, από κοινού
- (αρχαιοπρεπές) δικάζω κάποιον στην ίδια δίκη με όλον
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνδικάζω | συνδίκαζα | θα συνδικάζω | να συνδικάζω | συνδικάζοντας | |
β' ενικ. | συνδικάζεις | συνδίκαζες | θα συνδικάζεις | να συνδικάζεις | συνδίκαζε | |
γ' ενικ. | συνδικάζει | συνδίκαζε | θα συνδικάζει | να συνδικάζει | ||
α' πληθ. | συνδικάζουμε | συνδικάζαμε | θα συνδικάζουμε | να συνδικάζουμε | ||
β' πληθ. | συνδικάζετε | συνδικάζατε | θα συνδικάζετε | να συνδικάζετε | συνδικάζετε | |
γ' πληθ. | συνδικάζουν(ε) | συνδίκαζαν συνδικάζαν(ε) |
θα συνδικάζουν(ε) | να συνδικάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνδίκασα | θα συνδικάσω | να συνδικάσω | συνδικάσει | ||
β' ενικ. | συνδίκασες | θα συνδικάσεις | να συνδικάσεις | συνδίκασε | ||
γ' ενικ. | συνδίκασε | θα συνδικάσει | να συνδικάσει | |||
α' πληθ. | συνδικάσαμε | θα συνδικάσουμε | να συνδικάσουμε | |||
β' πληθ. | συνδικάσατε | θα συνδικάσετε | να συνδικάσετε | συνδικάστε | ||
γ' πληθ. | συνδίκασαν συνδικάσαν(ε) |
θα συνδικάσουν(ε) | να συνδικάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνδικάσει | είχα συνδικάσει | θα έχω συνδικάσει | να έχω συνδικάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνδικάσει | είχες συνδικάσει | θα έχεις συνδικάσει | να έχεις συνδικάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνδικάσει | είχε συνδικάσει | θα έχει συνδικάσει | να έχει συνδικάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνδικάσει | είχαμε συνδικάσει | θα έχουμε συνδικάσει | να έχουμε συνδικάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνδικάσει | είχατε συνδικάσει | θα έχετε συνδικάσει | να έχετε συνδικάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνδικάσει | είχαν συνδικάσει | θα έχουν συνδικάσει | να έχουν συνδικάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδικάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνδικάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.