Ετυμολογία

επεξεργασία
συναποκομίζω < (ελληνιστική κοινήσυναποκομίζω < σύν + αρχαία ελληνική ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω

συναποκομίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία