συνακροώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνακροώμαι < ελληνιστική κοινή συνακροάομαι[1] / συνακροῶμαι < αρχαία ελληνική σύν + ἀκροάομαι / ἀκροῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίασυνακροώμαι
- (αρχαιοπρεπές) ακροώμαι / ακούω μαζί με άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνακροώμαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνακροάομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.