συναγάλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναγάλλομαι < ελληνιστική κοινή συναγάλλομαι < αρχαία ελληνική σύν + ἀγάλλομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀγάλλω
Ρήμα
επεξεργασίασυναγάλλομαι
- (αρχαιοπρεπές) αγάλλομαι μαζί με άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναγάλλομαι
|