Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπνέω < λείπει η ετυμολογία

συμπνέω

  1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
  2. συμφωνώ με κάποιον, συμμαχώ με κάποιον
  3. (μεταφορικά) υποχωρώ, υποκύπτω στα τυχαία συμβάντα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη πνέω