Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαραστέκω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

συμπαραστέκω

  • στέκομαι κοντά σε κάποιον την ώρα της δύσκολης στιγμής και τον υποστηρίζω υλικά ή ηθικά
    θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι μου συμπαραστέθηκαν (προσοχή: όχι «όλους όσους»)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία