συμμειγνύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμμειγνύω < αρχαία ελληνική συμμειγνύω / συμμείγνῡμι < μείγνυμι / μίγνυμι / μειγνύω / μιγνύω
Ρήμα
επεξεργασίασυμμειγνύω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμμειγνύω
|
συμμειγνύω
|