Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμίγδην < ελληνιστική κοινή συμμίγδην[1] < αρχαία ελληνική συμμίγνυμι < σύν + μίγνυμι / μείγνυμι

  Επίρρημα

επεξεργασία

συμμίγδην

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμμίγδην - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.