Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχωνεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχωνεύω

συγχωνεύομαι, πρτ.: συγχωνευόμουν, στ.μέλλ.: θα συγχωνευτώ και συγχωνευθώ, αόρ.: συγχωνεύτηκα και συγχωνεύθηκα, μτχ.π.π.: συγχωνευμένος

  • ενοποιούμαι μαζί με άλλα όμοια στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία