συγχωνεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχωνεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχωνεύω
Ρήμα
επεξεργασίασυγχωνεύομαι, πρτ.: συγχωνευόμουν, στ.μέλλ.: θα συγχωνευτώ και συγχωνευθώ, αόρ.: συγχωνεύτηκα και συγχωνεύθηκα, μτχ.π.π.: συγχωνευμένος
- ενοποιούμαι μαζί με άλλα όμοια στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο