συγχρονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχρονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχρονίζω
Ρήμα
επεξεργασίασυγχρονίζομαι
- ταυτίζομαι χρονικά με ένα ή περισσότερα γεγονότα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγχρονίζομαι | συγχρονιζόμουν(α) | θα συγχρονίζομαι | να συγχρονίζομαι | ||
β' ενικ. | συγχρονίζεσαι | συγχρονιζόσουν(α) | θα συγχρονίζεσαι | να συγχρονίζεσαι | (συγχρονίζου) | |
γ' ενικ. | συγχρονίζεται | συγχρονιζόταν(ε) | θα συγχρονίζεται | να συγχρονίζεται | ||
α' πληθ. | συγχρονιζόμαστε | συγχρονιζόμαστε συγχρονιζόμασταν |
θα συγχρονιζόμαστε | να συγχρονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συγχρονίζεστε | συγχρονιζόσαστε συγχρονιζόσασταν |
θα συγχρονίζεστε | να συγχρονίζεστε | (συγχρονίζεστε) | |
γ' πληθ. | συγχρονίζονται | συγχρονίζονταν συγχρονιζόντουσαν |
θα συγχρονίζονται | να συγχρονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγχρονίστηκα | θα συγχρονιστώ | να συγχρονιστώ | συγχρονιστεί | ||
β' ενικ. | συγχρονίστηκες | θα συγχρονιστείς | να συγχρονιστείς | συγχρονίσου | ||
γ' ενικ. | συγχρονίστηκε | θα συγχρονιστεί | να συγχρονιστεί | |||
α' πληθ. | συγχρονιστήκαμε | θα συγχρονιστούμε | να συγχρονιστούμε | |||
β' πληθ. | συγχρονιστήκατε | θα συγχρονιστείτε | να συγχρονιστείτε | συγχρονιστείτε | ||
γ' πληθ. | συγχρονίστηκαν συγχρονιστήκαν(ε) |
θα συγχρονιστούν(ε) | να συγχρονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγχρονιστεί | είχα συγχρονιστεί | θα έχω συγχρονιστεί | να έχω συγχρονιστεί | συγχρονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συγχρονιστεί | είχες συγχρονιστεί | θα έχεις συγχρονιστεί | να έχεις συγχρονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγχρονιστεί | είχε συγχρονιστεί | θα έχει συγχρονιστεί | να έχει συγχρονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγχρονιστεί | είχαμε συγχρονιστεί | θα έχουμε συγχρονιστεί | να έχουμε συγχρονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγχρονιστεί | είχατε συγχρονιστεί | θα έχετε συγχρονιστεί | να έχετε συγχρονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγχρονιστεί | είχαν συγχρονιστεί | θα έχουν συγχρονιστεί | να έχουν συγχρονιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγχρονίζομαι