Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεχυμένως < συγκεχυμέν(ος) + -ως < μετοχή παθητικού παρακειμένου (συγκέχυμαι) του συγχέω

  Επίρρημα

επεξεργασία

συγκεχυμένως