Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεκριμενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκεκριμενοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

συγκεκριμενοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία