συγκατανεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συγκατανεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκατανεύω
- θα συγκατανεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκατανεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
συγκατανεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκατάνευση