συγκατέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυγκατέχω
Κλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | συγκατέχω | συγκατείχα | θα συγκατέχω | να συγκατέχω | συγκατέχοντας | |
β' ενικ. | συγκατέχεις | συγκατείχες | θα συγκατέχεις | να συγκατέχεις | συγκάτεχε | |
γ' ενικ. | συγκατέχει | συγκατείχε | θα συγκατέχει | να συγκατέχει | ||
α' πληθ. | συγκατέχουμε | συγκατείχαμε | θα συγκατέχουμε | να συγκατέχουμε | ||
β' πληθ. | συγκατέχετε | συγκατείχατε | θα συγκατέχετε | να συγκατέχετε | συγκατέχετε | |
γ' πληθ. | συγκατέχουν(ε) | συγκατείχαν συγκατείχαν(ε) |
θα συγκατέχουν(ε) | να συγκατέχουν(ε) |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκατέχω
|