στριμωγμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαστριμωγμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στριμωγμένος
- ⮡ Είμαι στριμωγμένη στο μετρό
- ⮡ Δεν μπορώ να κάνω παρατυπίες και διευκολύνσεις, γιατί είμαι στριμωγμένη, με έχουν βάλει στο μάτι