στραφταλίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾa.ftaˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐φτα‐λί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
στραφταλίζω
- (ιδιωματικό) λαμποκοπάω, λαμπυρίζω, αστράφτω
- ↪ Οι πλάκες της αυλής στραφτάλιζαν στο δυνατό φως του μεσημεριανού ηλίου
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στραφταλίζω
|
Πηγές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.