Ετυμολογία

επεξεργασία
στραφταλίζω < στράφτ(ω) (αστράφτω) + -αλ- + -ίζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾa.ftaˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐φτα‐λί‐ζω

στραφταλίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.