Ετυμολογία

επεξεργασία
στολοδρομώ < ελληνιστική κοινή στολοδρομέω[1] + -ία < αρχαία ελληνική στόλος + δρόμος

στολοδρομώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. στολοδρομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.