στιχουργικοί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sti.xuɾ.ʝiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐γουρ‐γι‐κοί
- ομόηχο: στιχουργική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στιχουργικοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του στιχουργικός