Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στιλβώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στιλβώνω
  2. θα στιλβώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στιλβώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

στιλβώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στίλβωση