στελεχώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στελεχώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος στελεχώνω
Ρήμα επεξεργασία
στελεχώνομαι
- ορίζομαι, γίνομαι στέλεχος σε οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο (εταιρεία, οργανισμό κ.λπ.)
- επανδρώνομαι
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στελεχώνομαι | στελεχωνόμουν(α) | θα στελεχώνομαι | να στελεχώνομαι | ||
β' ενικ. | στελεχώνεσαι | στελεχωνόσουν(α) | θα στελεχώνεσαι | να στελεχώνεσαι | (στελεχώνου) | |
γ' ενικ. | στελεχώνεται | στελεχωνόταν(ε) | θα στελεχώνεται | να στελεχώνεται | ||
α' πληθ. | στελεχωνόμαστε | στελεχωνόμαστε στελεχωνόμασταν |
θα στελεχωνόμαστε | να στελεχωνόμαστε | ||
β' πληθ. | στελεχώνεστε | στελεχωνόσαστε στελεχωνόσασταν |
θα στελεχώνεστε | να στελεχώνεστε | (στελεχώνεστε) | |
γ' πληθ. | στελεχώνονται | στελεχώνονταν στελεχωνόντουσαν |
θα στελεχώνονται | να στελεχώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στελεχώθηκα | θα στελεχωθώ | να στελεχωθώ | στελεχωθεί | ||
β' ενικ. | στελεχώθηκες | θα στελεχωθείς | να στελεχωθείς | στελεχώσου | ||
γ' ενικ. | στελεχώθηκε | θα στελεχωθεί | να στελεχωθεί | |||
α' πληθ. | στελεχωθήκαμε | θα στελεχωθούμε | να στελεχωθούμε | |||
β' πληθ. | στελεχωθήκατε | θα στελεχωθείτε | να στελεχωθείτε | στελεχωθείτε | ||
γ' πληθ. | στελεχώθηκαν στελεχωθήκαν(ε) |
θα στελεχωθούν(ε) | να στελεχωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στελεχωθεί | είχα στελεχωθεί | θα έχω στελεχωθεί | να έχω στελεχωθεί | στελεχωμένος | |
β' ενικ. | έχεις στελεχωθεί | είχες στελεχωθεί | θα έχεις στελεχωθεί | να έχεις στελεχωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στελεχωθεί | είχε στελεχωθεί | θα έχει στελεχωθεί | να έχει στελεχωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στελεχωθεί | είχαμε στελεχωθεί | θα έχουμε στελεχωθεί | να έχουμε στελεχωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στελεχωθεί | είχατε στελεχωθεί | θα έχετε στελεχωθεί | να έχετε στελεχωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στελεχωθεί | είχαν στελεχωθεί | θα έχουν στελεχωθεί | να έχουν στελεχωθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
στελεχώνομαι
|