Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στελεχώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος στελεχώνω

  Ρήμα επεξεργασία

στελεχώνομαι

  1. ορίζομαι, γίνομαι στέλεχος σε οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο (εταιρεία, οργανισμό κ.λπ.)
  2. επανδρώνομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία