Ετυμολογία

επεξεργασία
σπόνσορ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπόνσορ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία