Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπόνσορ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπόνσορ αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία