Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπόνσορ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπόνσορ
< (
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
sponsor
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπόνσορ
αρσενικό
άκλιτο
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
σπόνσορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπόνσορ
→
δείτε
τη λέξη
σπόνσορας