Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. σποτ < αγγλική spot
  2. σποτ < αγγλική spotlight < spot + light

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σποτ ουδέτερο άκλιτο

  1. τηλεοπτική ή ραδιοφωνική διαφήμιση ή παρουσίαση μικρής διάρκειας
  2. μικρό κατευθυντικό φως οροφής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία