Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. σποτ < αγγλική spot
  2. σποτ < αγγλική spotlight < spot + light

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σποτ ουδέτερο άκλιτο

  1. τηλεοπτική ή ραδιοφωνική διαφήμιση ή παρουσίαση μικρής διάρκειας
  2. μικρό κατευθυντικό φως οροφής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία