Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπίκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική speaker (ομιλητής)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπίκερ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία