Ετυμολογία

επεξεργασία
σπίκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική speaker (ομιλητής)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπίκερ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία