σουπέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουπέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική souper[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /suˈpe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐πέ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουπέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σουπέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας