σοβαρεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοβαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σοβαρεύω
Ρήμα επεξεργασία
σοβαρεύομαι
- γίνομαι σοβαρός, σταματάω να αστεΐζομαι ή να κάνω χαζομάρες
- (κατ’ επέκταση) ωριμάζω ως άνθρωπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοβαρεύομαι
|