Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοβαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος σοβαρεύω

  Ρήμα επεξεργασία

σοβαρεύομαι

  1. γίνομαι σοβαρός, σταματάω να αστεΐζομαι ή να κάνω χαζομάρες
  2. (κατ’ επέκταση) ωριμάζω ως άνθρωπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία