Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουτέλλιν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκουτέλλιν λατινική → και δείτε περισσότερα στο σκουτέλι

  Προφορά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουτέλλιν ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουτέλλιν < σκουτέλλ(ιον) + κατάληξη -ιν με διπλό σύμφωνο, κατά τη λατινική scutella (πιατάκι) → και δείτε τη λέξη σκουτέλι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουτέλλιν ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία