σκουρέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκουρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scuretto < ιταλική scuro
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκουρέτο ουδέτερο
- (οικοδομική) λεπτή σανίδα για την κατασκευή παραθύρων, πατωμάτων, επίπλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουρέτο
|
Πηγές
επεξεργασία- σκουρέτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)