Ετυμολογία

επεξεργασία

σιγαλά < σιγαλός

  Επίρρημα

επεξεργασία

σιγαλά

  1. σιγανά, χωρίς να ακούγεται κάποιος δυνατός ήχος
    Ήσυχα και σιγαλά, //διψώντας τα φιλιά μας, //από τ' άγνωστο γλιστράς //μέσα στην αγκαλιά μας. (Κωστής Παλαμάς, Ο Τάφος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σιγαλά