σημείο πρόσβασης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημείο πρόσβασης < → δείτε τις λέξεις σημείο και πρόσβαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική access point
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασημείο πρόσβασης (el)
- (δίκτυο υπολογιστών) access point: συντομογραφία του ασύρματου σημείου πρόσβασης (WAP)
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σημείο πρόσβασης