Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ρώ‐νο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

σαρώνομαι, π.αόρ.: σαρώθηκα, μτχ.π.π.: σαρωμένος, (ενεργ.: σαρώνω)