σαλντώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλντώ < σάλτο
Ρήμα επεξεργασία
σαλντώ
- πηδώ, σαλτάρω
- Για να μπω μες στην αυλή, σάλντησα τη μάντρα.
- (κατ' επέκταση) τρέχω πολύ γρήγορα
- Σάλντα μέχρι το φούρνο, να πάρεις ψωμί!
Σημειώσεις επεξεργασία
Λέξη της αργκό.