σαββατιανό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σαββατιανό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του σαββατιανός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σαββατιανός
- ↪ σαββατιανό σταφύλι, από αμπέλι Σαββατιανό