σίκλος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σίκλος < αρχαία ελληνική σίκλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίκλος αρσενικό (και σίγλος)
- (παρωχημένο) κουβάς
- (αρχαιολογία) αρχαία μονάδα βάρους
- (αρχαιολογία) αρχαία νομισματική μονάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σίκλος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασίκλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίκλος αρσενικό
- άλλη μορφή του σίγλος
Παράγωγα
επεξεργασία- σικλίον (ουδέτερο, υποκοριστικό)