Ετυμολογία

επεξεργασία
ρούφι < αγγλικά roof +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾu.fi/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρούφι ουδέτερο

  • (ελληνοαμερικανικά) η σκεπή, η στέγη
    ⮡  Θα έρθει ο μάστορας να φτιάξει το ρούφι που τρέχει νερό.