Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρούφι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρούφι
<
αγγλικά
roof
+
-ι
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈɾu.fi
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρούφι
ουδέτερο
(
ελληνοαμερικανικά
) η
σκεπή
, η
στέγη
⮡
Θα έρθει ο μάστορας να φτιάξει το
ρούφι
που τρέχει νερό.