ριπτάζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ριπτάζομαι < αρχαία ελληνική ῥιπτάζω (< ῥίπτω), πετάω, ρίχνω, εκσφενδονίζω
Ρήμα επεξεργασία
ριπτάζομαι
- κινούμε προς διάφορες κατευθύνσεις, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι ανήσυχα ή από αϋπνία
- (ιδιωματικό) είμαι σκορπισμένος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριπτάζομαι
|
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.