ρινική κοιλότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρινική κοιλότητα < ρινική + κοιλότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nasal cavity)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ρινική κοιλότητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρινική κοιλότητα