Ετυμολογία

επεξεργασία
ρικνούμαι < αρχαία ελληνική ῥικνός

ρικνούμαι

  1. (λόγιο) μαζεύω, ζαρώνω, συρρικνώνομαι
    μετά την επέμβαση παρατηρούμε ότι η ουλή ρικνούται

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία