ρικνούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρικνούμαι < αρχαία ελληνική ῥικνός
Ρήμα επεξεργασία
ρικνούμαι
- (λόγιο) μαζεύω, ζαρώνω, συρρικνώνομαι
- μετά την επέμβαση παρατηρούμε ότι η ουλή ρικνούται
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρικνούμαι
|