Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεμπετεύω < ρεμπέτης + -εύω

ρεμπετεύω

  1. (σπάνιο) είμαι ρεμπέτης ή ζω σαν αυτούς
  2. (σπάνιο, μεταφορικά, κατ’ επέκταση) γλεντοκοπώ και ασωτεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία