Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασωτεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ασωτεύω

  1. ζω άσωτα
  2. κατασπαταλώ
    ασυλλόγιστα ασώτεψε το βιος του

  Μεταφράσεις επεξεργασία