ρεκτιφιέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρεκτιφιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική rectifier (ρήμα: επιδιορθώνω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.ktiˈfçe/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρεκτιφιέ ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία): η αποκατάσταση μιας μηχανής, στην αρχική εργοστασιακή κατάσταση ώστε να λειτουργεί σωστά
- (ειδικότερα) η αποκατάσταση ενός φθαρμένου κυλίνδρου, με λείανση των εξωτερικών τοιχωμάτων του
έκανα ρεκτιφιέ στο αυτοκίνητο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρεκτιφιέ
|