Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεκτιφιέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (μηχανολογία): η αποκατάσταση μιας μηχανής, στην αρχική εργοστασιακή κατάσταση ώστε να λειτουργεί σωστά
  2. (ειδικότερα) η αποκατάσταση ενός φθαρμένου κυλίνδρου, με λείανση των εξωτερικών τοιχωμάτων του
    παράδειγμα  έκανα ρεκτιφιέ στο αυτοκίνητο

Μεταφράσεις

επεξεργασία