ρακοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρακοφορώ < ελληνιστική κοινή ῥακοφορέω < αρχαία ελληνική ῥάκος + φορέω
Ρήμα
επεξεργασίαρακοφορώ
Συγγενικά
επεξεργασία- ρακοφορεμένος
- ρακοφόρος
- → δείτε τις λέξεις ράκος, φορώ και φέρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρακοφορώ | ρακοφορούσα | θα ρακοφορώ | να ρακοφορώ | ρακοφορώντας | |
β' ενικ. | ρακοφορείς | ρακοφορούσες | θα ρακοφορείς | να ρακοφορείς | (ρακοφόρει) | |
γ' ενικ. | ρακοφορεί | ρακοφορούσε | θα ρακοφορεί | να ρακοφορεί | ||
α' πληθ. | ρακοφορούμε | ρακοφορούσαμε | θα ρακοφορούμε | να ρακοφορούμε | ||
β' πληθ. | ρακοφορείτε | ρακοφορούσατε | θα ρακοφορείτε | να ρακοφορείτε | ρακοφορείτε | |
γ' πληθ. | ρακοφορούν(ε) | ρακοφορούσαν(ε) | θα ρακοφορούν(ε) | να ρακοφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρακοφόρεσα | θα ρακοφορέσω | να ρακοφορέσω | ρακοφορέσει | ||
β' ενικ. | ρακοφόρεσες | θα ρακοφορέσεις | να ρακοφορέσεις | ρακοφόρεσε | ||
γ' ενικ. | ρακοφόρεσε | θα ρακοφορέσει | να ρακοφορέσει | |||
α' πληθ. | ρακοφορέσαμε | θα ρακοφορέσουμε | να ρακοφορέσουμε | |||
β' πληθ. | ρακοφορέσατε | θα ρακοφορέσετε | να ρακοφορέσετε | ρακοφορέστε | ||
γ' πληθ. | ρακοφόρεσαν ρακοφορέσαν(ε) |
θα ρακοφορέσουν(ε) | να ρακοφορέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρακοφορέσει | είχα ρακοφορέσει | θα έχω ρακοφορέσει | να έχω ρακοφορέσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρακοφορέσει | είχες ρακοφορέσει | θα έχεις ρακοφορέσει | να έχεις ρακοφορέσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρακοφορέσει | είχε ρακοφορέσει | θα έχει ρακοφορέσει | να έχει ρακοφορέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρακοφορέσει | είχαμε ρακοφορέσει | θα έχουμε ρακοφορέσει | να έχουμε ρακοφορέσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρακοφορέσει | είχατε ρακοφορέσει | θα έχετε ρακοφορέσει | να έχετε ρακοφορέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρακοφορέσει | είχαν ρακοφορέσει | θα έχουν ρακοφορέσει | να έχουν ρακοφορέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρακοφορώ
|