ραιβόπουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραιβόπουν < ουδέτερο του ραιβόπους < αρχαία ελληνική ῥαιβός + πούς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραιβόπουν ουδέτερο
- ον με ραιβοποδία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραιβόπουν
|
ραιβόπουν ουδέτερο
|