Ετυμολογία

επεξεργασία
ρίφι < υποκοριστικό ἐρίφιον < αρχαία ελληνική ἔριφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρίφι ουδέτερο

  1. (κρητικά) η νεαρή αίγα, όχι το κρέας του ζώου.
  2. (κυπριακά) το κατσικάκι γάλακτος
  3. (κυπριακά) ο αφελής