Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρίφι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρίφι
< υποκοριστικό
ἐρίφιον
<
αρχαία ελληνική
ἔριφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρίφι
ουδέτερο
(
κρητικά
) η νεαρή αίγα, όχι το κρέας του ζώου.
(
κυπριακά
) το
κατσικάκι
γάλακτος
(
κυπριακά
) ο
αφελής