πῦος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πῦος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπῦος, -ου αρσενικό
- το πρώτο γάλα μετά τον τοκετό, πρωτόγαλα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 4.8 @scaife.perseus
- Ἐμπεδοκλῆς δ ἢ οὐκ ὀρθῶς ὑπελάμβανεν ἢ οὐκ εὖ μετήνεγκε ποιήσας ὡς τὸ γάλα "μηνὸς ἐν ὀγδοάτου δεκάτῃ πύον ἔπλετο λευκόν." σαπρότης γὰρ καὶ πέψις ἐναντίον, τὸ δὲ πύον σαπρότης τις ἐστίν, τὸ δὲ γάλα τῶν πεπεμμένων.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 96 , p.v.2.p.97, @scaife.perseus, @el.wikisource
- παρῆν δὲ χόνδρος γάλατι κατανενιμμένος
ἐν καταχύτλοις λεκάναισι καὶ πύου τόμοι.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Φερεκράτη.
- παρῆν δὲ χόνδρος γάλατι κατανενιμμένος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 4.8 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα λατινικά: colostrum
- στην ελληνιστική κοινή: πῦαρ
- στα νέα ελληνικά: πύαρ
- (ιδιωματικό): γουλιάστρα
Πηγές
επεξεργασία- πῦος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.