Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρπάλαμος < (πῦρ) πυρ- + παλάμ(η) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρπάλαμος, -ος, -ον

  1. κατεργασμένος με φωτιά
  2. διάπυρος, πύρινος, πυρφόρος
    ※  καί νῦν ἐπωνυμίαν χάριν / νίκας ἀγερώχου, κελαδησόμεθα βροντὰν / καὶ πυρπάλαμον βέλος / ὀρσικτύπου Διός
    θα ψάλουμε τραγούδι που έχει το όνομα / της υπέροχης νίκης και θα υμνήσουμε τη βροντή / και την πυρφόρα αστραπή / του βροντερόχτυπου Δία
    Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, 78-81 greek-language.gr Μετάφραση: Ιωάννης Οικονομίδης
  3. (κατά τον Ησύχιο) πολυμήχανος, εύστροφος
    ※  πυρπαλάμους ἔλεγον τοὺς διὰ τάχους τι μηχανᾶσθαι δυναμένους, καὶ τοὺς ποικίλους τὸ ἦθος ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π )
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ πυρπάλαμος τὸ πυρπάλαμον οἱ, αἱ πυρπάλαμοι τὰ πυρπάλαμα
Γενική τοῦ, τῆς πυρπαλάμου τοῦ πυρπαλάμου τῶν πυρπαλάμων τῶν πυρπαλάμων
Δοτική τῷ, τῇ πυρπαλάμῳ τῷ πυρπαλάμῳ τοῖς, ταῖς πυρπαλάμοις τοῖς πυρπαλάμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν πυρπάλαμον τὸ πυρπάλαμον τοὺς, τὰς πυρπαλάμους τὰ πυρπάλαμα
Κλητική πυρπάλαμε πυρπάλαμον πυρπάλαμοι πυρπάλαμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική πυρπαλάμω
Γενική-Δοτική πυρπαλάμοιν