Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυρετωδώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυρετωδώς
<
πυρετώδ(ης)
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
πυρετωδώς
με
πυρετώδη
τρόπο
, πολύ
έντονα
δούλευε
πυρετωδώς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πυρετώδης
,
πυρετός
και
πυρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυρετωδώς
αγγλικά
:
feverishly
(en)
γαλλικά
:
fiévreusement
(fr)
,
fébrilement
(fr)